Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

το θεμέλιο

См. также в других словарях:

  • θεμέλιο — το 1. βάση: Στηρίζω σε γερά θεμέλια. – Έβαλαν τα θεμέλια του σπιτιού. 2. ουσιώδες μέρος, στήριγμα: Η υπακοή στους νόμους αποτελεί το θεμέλιο της ομαλής κοινωνικής συμβίωσης. – Κλονίστηκαν τα θεμέλια της κοινωνίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θεμέλιο — και θέμελο, το (AM θεμέλιον) βλ. θεμέλιος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένο ουδ. τού επιθ. θεμέλιος] …   Dictionary of Greek

  • Cadastre de Grèce — Le Cadastre de Grèce (registre foncier) est un dossier complet, unifié, systématique et actualisé en permanence de la propriété hypothécaire. Il comprend la description géométrique et la propriété de chaque parcelle. En Grèce, le cadastre… …   Wikipédia en Français

  • πυθμένας — ο / πυθμήν, ένος, ΝΜΑ 1. το κατώτατο μέρος οποιουδήποτε κοίλου πράγματος (α. «πυθμένας ποτηριού» β. «δύο δ ὑπὸ πυθμένες ἦσαν», Ομ. Ιλ.) 2. βυθός θάλασσας, ποταμού ή λίμνης, πάτος («εἰς τὸν πυθμένα τοῡ πελάγους καταποντισθείς», Μηναί.) αρχ. 1. η… …   Dictionary of Greek

  • θεμέλιος — α και ος ο (AM θεμέλιος, ον) [θεμός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη βάση οικοδομήματος ή ο κατάλληλος να τεθεί πάνω σ αυτήν («θεμέλιος λίθος») 2. το ουδ. ως ουσ. το θεμέλιο(ν) α) συν. στον πληθ. το τμήμα οικοδομήματος που βρίσκεται κάτω από …   Dictionary of Greek

  • λογοτεχνία — Η ενασχόληση με τον έντεχνο λόγο καθώς και το σύνολο των γραπτών κειμένων της γλώσσας μιας χώρας, μιας εποχής (ή και ευρύτερων συνόλων) που έχουν συνταχθεί με πρόθεση τη δημιουργία αισθητικών αξιών – ή ακόμα και χωρίς πρόθεση, φτάνουν κάποτε σε… …   Dictionary of Greek

  • δεκάλογος — Σύντομος κώδικας νόμων, τον οποίο, σύμφωνα με τη βιβλική αφήγηση (Έξοδος,ιθ’ 1 κ.ε.), έδωσε ο Θεός στον Μωυσή στο όρος Σινά. Στην Παλαιά Διαθήκη αναφέρεται σε δύο σημεία, τα οποία παρουσιάζουν μικρές παραλλαγές (Έξοδος,κ’ 1 17, Δευτερονόμιον,ε’ 6 …   Dictionary of Greek

  • θεμελιακός — ή, ό (Α θεμελιακός, ή, όν) [θεμέλιο] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει στα θεμέλια ή αυτός που αποτελεί θεμέλιο νεοελλ. μτφ. βασικός, ριζικός, θεμελιώδης («οι θεμελιακές αρχές τού σοσιαλισμού»). επίρρ... θεμελιακός και ά θεμελιωδώς …   Dictionary of Greek

  • θεμελιώδης — ες (κυριολ. και μτφ.) αυτός που χρησιμεύει ως θεμέλιο, ως βάση, βασικός, ουσιώδης, θεμελιακός («θεμελιώδης κανόνας»). επίρρ... θεμελιωδώς με θεμελιώδη τρόπο, με βασικό τρόπο, βασικά, ουσιαστικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεμέλιο + καταλ. ώδης* (πρβλ. ευ ώδης …   Dictionary of Greek

  • κρηπίδα — Όρος της ωκεανογραφίας που περιγράφει την υποθαλάσσια ζώνη του βυθού των θαλασσών. Η θαλάσσια κ. φτάνει σε βάθος 200 μ. Η μορφή της επιφάνειας της ηπειρωτικής κ. οφείλεται κυρίως σε ενέργειες σημειούμενες σε περιόδους κατά τις οποίες η στάθμη της …   Dictionary of Greek

  • νομιμότητα — Γενική αρχή της έννοιας του σύγχρονου κράτους, που αντιπαραβάλλεται στην έννοια της σκοπιμότητας και την έννοια της αυθαιρεσίας. Γενικά, στη σύγχρονη πολιτειολογία επικρατεί η αρχή του «κράτους του νόμου», με την οποία κάθε εκδήλωση αρχής… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»